Τετάρτη, Ιουλίου 25

Democracy

Γράφει η Άννα Δαμιανίδη για το protagon.gr


Γιορτάζουμε τη Δημοκρατία συνήθως τέτοιες μέρες. Ήμασταν συνήθως τόσο χαρούμενοι που αποφεύγαμε τα δυσάρεστα θέματα. Ας πούμε, πώς ήρθε η Δημοκρατία; Ήρθε επειδή η χούντα έπεσε, κι είχαμε την τύχη να υπάρχει ο Καραμανλής. Και πώς έπεσε η χούντα; Έπεσε επειδή πήγε να κάνει πόλεμο στην Κύπρο και τον έχασε. Δυσάρεστο, πολύ δυσάρεστο. Δεν το αναλύσαμε ποτέ επαρκώς.

Εκείνες τις μέρες εγώ στα 21 μου δεν είχα πάει να υποδεχτώ τον Καραμανλή στο αεροδρόμιο. Είχα πάει να υποδεχτώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Αν καταλάβαινα καλύτερα τι συνέβαινε, θα πήγαινα στον Καραμανλή, αν μπορούσα να φανταστώ το μέλλον δεν θα πήγαινα στον Θεοδωράκη. Ας είναι. Γυρνούσα στους δρόμους ξυπόλητη, από πάθος, να νιώσω τη γη, δηλαδή την άσφαλτο που μου είχε κάψει τις πατούσες, τέτοια τρέλα, όμως δεν είχα αρκετό μυαλό να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Και μιλάμε για κάτι μέρες που ο περισσότερος κόσμος ήταν με αυτοκίνητα και κόρναρε, πράγμα που δεν μου άρεσε καθόλου. Νομίζω  ότι δήλωνε πολλά, εκείνη η ουρά των πολιτών σε αυτοκίνητα που κόρναραν, δήλωνε την απόφαση να απολαύσουμε τη Δημοκρατία από το ΙΧ. Εγώ ήθελα πιο άμεσα και μαζικά πράγματα. Ωραία ήταν τα νιάτα, αλλά να που χρειάστηκε να γεράσω για να μπω στο νόημα.

Η Κύπρος λοιπόν. Μάλλον πρώτα το Πολυτεχνείο, το οποίο απέδειξε ότι η Χούντα δεν είχε λαϊκό έρεισμα, η προσπάθεια φιλελευθεροποίησης που είχε κάνει δεν είχε πείσει κανέναν. Και καμιά φορά αναρωτιέμαι, μήπως ήμασταν κι εμείς οι νέοι υπερβολικοί τότε; Αν είχαμε αφεθεί να πειστούμε από κείνη την προσπάθεια, μήπως θα ήταν καλύτερα; Μήπως θα είχε γίνει πιο ήρεμα το πέρασμα, θα είχε γλιτώσει η Κύπρος την κατοχή τόσα χρόνια, θα ερχόταν η Δημοκρατία πιο ομαλά, όπως ας πούμε στην Ισπανία;

Μην πέσετε να με φάτε γι αυτή την ομολογία των αμφιβολιών και ερωτημάτων μου. Εξάλλου η ιστορία δεν γράφεται με ΑΝ. Τα πράγματα ήταν τότε πολύ διαφορετικά. Κι εμείς οι νέοι, που είχαμε αποκτήσει εξουσία χωρίς να το καταλάβουμε, απλώς γελούσαμε τότε με τις προσπάθειες του Μαρκεζίνη. Είχαμε φορτώσει, που λένε, από τα προηγούμενα χρόνια. Δεν υπήρχε περίπτωση να στέρξουμε. Έπαιζε νομίζω ρόλο πια και η αισθητική, πράγμα που ποτέ δεν αναλύθηκε επαρκώς και το υποτιμάμε. Έπαιζε ρόλο, για μας, η ευρωπαϊκή συγκυρία. Εμείς είχαμε χάσει το Μάη μας κι ο Μαρκεζίνης μας έλεγε διάφορα ιερατικά μουχλιασμένα, δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσουμε.

Κι έτσι φτάσαμε στο Πολυτεχνείο, που έγινε με λίγο κόσμο, αλλά είχε αυτή την ακτινοβολία που είχε. Το είχαν στηρίξει, πριν συμβεί, τα ξερονήσια και τα βασανιστήρια, η Ασφάλεια, η καταπίεση στην καθημερινότητα, και η επίσημη κακογουστιά που προσέβαλε τον κόσμο. Μπορεί να μην είμαστε πολύ καλλιεργημένος λαός, αλλά εκείνο το άθλιο επίπεδο ως επίσημη πρόταση, η Δέσποινα κι ο Παττακός, και οι γιορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων, ε, πήγαινε πολύ. Από τον ηγεμόνα περιμένεις και μια εικόνα που να εμπνεύσει σεβασμό. Κι αυτό δεν το είχαν καταφέρει ούτε μια μέρα οι κολονέλοι. Φόβο ναι, σεβασμό ποτέ.

Εκεί είχαν την ιδέα της Κύπρου οι χουντικοί. Τη δουλειά που ξέρανε, τον πόλεμο. Σου λέει, αποτύχαμε στον έρωτα, let’s make war! Ξεκίνησαν τον πόλεμο που έχασαν με καταπληκτική ταχύτητα, κι έπεσαν. Τόσο απλά.

Τελευταία υπόθεση, τελευταίο ΑΝ: Αν είχαν κερδίσει τον πόλεμο, τι θα είχε γίνει; Τώρα βέβαια, τι εννοούμε να τον είχαν κερδίσει; Η Κύπρος είχε τουρκικό πληθυσμό, τι θα τον έκαναν δηλαδή οι νικητές; Τέτοιοι που ήταν, δεξιοί σκληροί εθνικιστές, δεν υπήρχε περίπτωση να μην χάσουν τον πόλεμο τελικά, ακόμα κι αν στην αρχή νικούσαν, γιατί θα είχαν εναντίον τους παγκόσμια κατακραυγή.  Το πραξικόπημα του Σαμψών είχε αρχίσει με επιθέσεις σε αμάχους, όπως ακόμα δεν έχουμε παραδεχτεί. Άρα ο πόλεμος αυτός ήταν χαμένος από χέρι, και καλύτερα που χάθηκε γρήγορα, σε τελική ανάλυση.

Δεν ξέραμε τότε ακόμα τι τεράστιο και σπάνιο μέγεθος ήταν ο Καραμανλής. Ο πολιτικός της δεξιάς είχε αλλάξει ζώντας στη Γαλλία. Αυτός ήταν για μας ο καθρέφτης που δεν μας πρόσβαλε, που μπορούσε να επιβάλει σεβασμό, και που σεβόταν την έννοια της Δημοκρατίας. Μας είχε κακοφανεί στην αρχή, Καραμανλής ή τανκς; Αυτή η φράση υποτιμούσε τον Καραμανλή. Πλήρωσε πολύ στη διάρκεια της εξουσίας του τις αμαρτίες της κυρίαρχης δεξιάς των προηγούμενων χρόνων. Τις πλήρωσε επειδή, πραγματικά, εκείνη η Δημοκρατία του ’74, που ήρθε χωρίς να καταλάβουμε εντελώς τη διαδικασία, ήταν απόλυτη, ήταν αληθινή, ήταν αυτή που άνοιξε τα ξερονήσια, τις φυλακές, σήκωσε τους χιτώνες κι έδειξε τις πληγές, έβγαλε τις αλήθειες στο φως, αν και κράτησε κάπως στη σκιά την ίδια την ουσία των λαθών που την εξασφάλισαν, την ιστορία της Κύπρου.

Φτάσαμε μετά τόσα χρόνια να εξιδανικεύουν τη χούντα μερικοί. Νομίζουν ότι η χούντα ήταν απλώς μια σιδηρά εξουσία που επέβαλε το σωστό, χαχά! Σου λένε, μια χούντα χρειάζεται. Φτάσαμε να βγάλουμε ναζί στη Βουλή θριαμβευτικά, να ανεχόμαστε τον καθημερινό φασισμό του ενός και του άλλου. Δεν ξέρω τι να πω που να αρχίζει από «πρέπει». Άλλοι το καταφέρνουν καλύτερα. Πρέπει πολλά να γίνουν για να μην κυριαρχήσει ο φασισμός που ήδη κερδίζει σε πολλά σημεία. Και δεν είμαι αισιόδοξη. Συχνά περπατώ στους δρόμους της πόλης αυτής, καθόλου ξυπόλητη πια και με πιάνουν τα κλάματα καθώς αντικρίζω εικόνες και σκηνές βαρβαρότητας που διαψεύδουν τις ελπίδες, τις προσδοκίες μας, αυτά που νομίζαμε ότι μας αξίζουν. Δεν ξέρω τι να πω. Καλό κουράγιο μόνο.

Το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη «Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός

Πηγή : protagon.gr


Κοινωνική Ενημέρωση: Θέσεις εργασίας

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *